κόπωση

κόπωση
Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή πνευματική, και συνήθως εξαφανίζεται ύστερα από μια περίοδο ανάπαυσης ποικίλης διάρκειας. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται τόσο για την αντικειμενική (εξακριβωμένη πειραματικά) μυϊκή καταπόνηση όσο και για το υποκειμενικό αίσθημα κ. ή ανίας (η τελευταία ιδίως σε περίπτωση πνευματικής εργασίας). Νεότερες έρευνες, που διενεργήθηκαν σε αεροπόρους και στρατιώτες, διεύρυναν περισσότερο την έννοια του όρου κ., ο οποίος χρησιμοποιείται στην περιγραφή της επίδρασης πολλών και διαφόρων φυσικών παραγόντων και συγκινησιακών στρες, όπως η αϋπνία, ο φόβος, η ζέστη, το κρύο, η μακρά αναμονή σε πλήρη ακινησία, η παρατεταμένη διέγερση κ.ά. Στους βιομηχανικούς εργάτες τα συμπτώματα της κ. μπορεί να προκληθούν από ποικίλους παράγοντες, όπως η έλλειψη θετικών κινήτρων, οι ανεκπλήρωτες ανάγκες, το περιβάλλον εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές κ.ά. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας σταθερής σχέσης μεταξύ υποκειμενικών αισθημάτων και επιπέδου απόδοσης εργασίας, ανεξάρτητης από τη μυϊκή κ. που ακολουθεί την έντονη μυϊκή εργασία. Οι μέθοδοι μέτρησης της κ. διακρίνονται σε αντικειμενικές, βιολογικές και υποκειμενικές και η αξιοπιστία τους ελαττώνεται από τις πρώτες προς τις τελευταίες. Η απλούστερη και πιο αξιόπιστη είναι εκείνη που υπολογίζει τη μυϊκή κ. Ο εργογράφος του Μόσο καταγράφει πάνω σε περιστρεφόμενο κύλινδρο τις συσπάσεις των καμπτήρων μυών του μέσου δαχτύλου, στο οποίο εφαρμόζεται ένα βαρίδι. Το άτομο συσπά το δάχτυλο επανειλημμένα, ακολουθώντας τον ρυθμό ενός μετρονόμου. Η μηχανική εργασία που εκτελείται υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό του βάρους επί το ύψος στο οποίο έχει ανυψωθεί το βαρίδι. Οι καταλληλότερες συσκευές για τη μέτρηση της ατομικής αντοχής στην κ. είναι εκείνες που θέτουν σε κίνηση τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό μυών. Ανάμεσα σε αυτές που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι το ποδήλατο-εργόμετρο, που αποτελείται από έναν σκελετό ποδηλάτου στερεωμένου στο πάτωμα, η πίσω ρόδα του οποίου μπορεί να εμποδίζεται στην κίνησή της από ένα ειδικό φρένο που μετράει απευθείας την εκτελούμενη εργασία. Επίσης, άλλη συσκευή που χρησιμεύει για τον ίδιο λόγο είναι το εργόμετρο-μεταφορέας, που αποτελείται από μια ταινία κινούμενη με σταθερή ταχύτητα πάνω σε ένα σύστημα κυλίνδρων. Πάνω σε αυτή την ταινία, το εξεταζόμενο άτομο περπατάει ή τρέχει, σε κατεύθυνση αντίθετη προς εκείνη της κίνησης της ταινίας και με την ίδια ταχύτητα, έτσι ώστε να παραμένει ακίνητο σε σχέση με το περιβάλλον. Στο πεδίο της εργασίας, η κ. μπορεί να μετρηθεί εύκολα με τον έλεγχο, σε κανονικά διαστήματα, της παραγωγής ενός εργάτη. Στη φυσιολογία, όλες οι μετρήσεις που δείχνουν το ύψος της δραστηριότητας των διαδικασιών του μεταβολισμού στον οργανισμό βρίσκονται σε στενή σχέση με την κ. Η πιο υπολογίσιμη μέτρηση είναι εκείνη του βασικού μεταβολισμού (σχέση μεταξύ ποσότητας εισπνεόμενου οξυγόνου και εκπνεόμενου διοξειδίου του άνθρακα). Μπορεί να εκτελεστούν και άλλες μετρήσεις, όπως αρτηριακός σφυγμός, πίεση αίματος, αναπνοή, θερμοκρασία του σώματος, παρουσία διαφόρων ουσιών στο αίμα (γαλακτικό οξύ, 17-κετοστεροειδή κ.ά.), μυϊκά ηλεκτρικά δυναμικά κλπ. Μια υποκειμενική μέθοδο μέτρησης της κ. μπορεί να προσφέρει το ίδιο το άτομο, όταν, σε κανονικά διαστήματα, εκτιμά, συμπληρώνοντας ειδικά δελτία, τις συνθήκες του οργανισμού του που σχετίζονται με το αίσθημα της κ. (Φυσ.) κ. υλικών. Κάθε υλικό που υφίσταται μια αύξουσα δύναμη αντιστέκεται σε αυτήν μέχρι ένα ορισμένο όριο, που ονομάζεται φορτίο θραύσης, και εξαρτάται από τη φύση του σώματος. Αν, όμως, οι εφαρμοζόμενες σε αυτό δυνάμεις είναι πολύ συχνές, περιοδικές ή εκ ταλαντώσεων (ιδιαίτερα στα όργανα των μηχανών), η αντίσταση ελαττώνεται με το πέρασμα του χρόνου και η θραύση μπορεί να συντελεστεί για τιμές φορτίου αρκετά μικρότερες (ακόμα και στο 1/4) από το φορτίο της κανονικής θραύσης που αντιστοιχεί σε μια συνεχή και σταθερή δύναμη. Η μικρότερη αυτή αντίσταση οφείλεται σε βαθμιαίες μοριακές μετατροπές στο σώμα εξαιτίας επαναλαμβανόμενων καταπονήσεων, πολύ περισσότερο όταν αυτές είναι εναλλασσόμενες. Η κ. υλικών εξηγεί μερικά ατυχήματα που συμβαίνουν, παραδείγματος χάριν, στα αεροπλάνα, στα οποία ορισμένα τμήματα συντρίβονται ξαφνικά, χωρίς να ευθύνονται σφάλματα στην κατασκευή ή στους υπολογισμούς των περιθωρίων ασφαλείας, που προβλέπονται για τα διάφορα τμήματα του αεροσκάφους. H αντίσταση κάθε υλικού στην κόπωση φαίνεται από το διάγραμμα του Σμιθ (ή διάγραμμα διάρκειας). Εδώ ένα απλοποιημένο διάγραμμα Σμιθ, βασισμένο στις πειραματικές οριακές τιμές σε εναλλασσόμενη κόπωση (+ σFA· — σFΑ), σε παλλόμενη κόπωση σFΡ, στις στατικές οριακές τιμές ελαστικού σημείου σsn και θραύση σε εφελκυσμό σRΤ. H χρωματισμένη επιφάνεια καθορίζει το σημείο των μεγαλύτερων αποδεκτών κοπώσεων samm (στις τεταγμένες) σε συνάρτηση με τις μέσες καταπονήσεις σmed (στις τετμημένες).
* * *
η (ΑM κόπωσις) [κοπώ]
το συναίσθημα τής κούρασης που προέρχεται από πολλή εργασία, κούραση, κόπος, καταπόνηση, κάματος
νεοελλ.
(τεχνολ.-φυσ.) αλλοίωση τών ιδιοτήτων υλικού η οποία οφείλεται σε επανειλημμένες μηχανικές καταπονήσεις και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε θραύση υπό την επενέργεια τάσεων ακόμη και μικρότερων από αυτές που προσδιορίζει η στατική αντοχή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόπωση — η κούραση, καταπόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερκόπωση — η, Ν 1. υπέρμετρη κόπωση 2. ιατρ. το σύνολο τών διαταραχών που οφείλονται στην επαναλαμβανόμενη κόπωση τών οργάνων τού σώματος, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κόπωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόπωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Αφθαρτοδοκητισμός — Θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία το σώμα του Χριστού, ήδη από τη σύλληψή του και τη γέννησή του είναι άφθαρτο. Έτσι, μόνο κατ’ οικονομίαν και κατά χάριν υποτάσσεται στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή στην πείνα, τη δίψα, την κούραση κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός …   Dictionary of Greek

  • αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται …   Dictionary of Greek

  • ακοπία — ἀκοπία, η (Α) [ἄκοπος] το να αποφεύγει κανείς την κόπωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”